- στεφαναφορία
- στεφᾰνᾱφορία1 bringing of a crown
τόνδε κῶμον καὶ στεφαναφορίαν δέξαι O. 8.10
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
τόνδε κῶμον καὶ στεφαναφορίαν δέξαι O. 8.10
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
στεφανηφορία — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. στεφαναφορία και στεφανοφορία Α [στεφανηφόρος] 1. το να φορεί κανείς στεφάνι, ιδίως νίκης («τόνδε κῶμον και στεφανοφορίαν δέξαι», Πίνδ.) 2. (στην αρχαιότητα) α) εορτή ή θυσία κατά την οποία οι πολίτες φορούσαν στεφάνια β) το… … Dictionary of Greek