στεφαναφορία

στεφαναφορία
στεφᾰνᾱφορία
1 bringing of a crown

τόνδε κῶμον καὶ στεφαναφορίαν δέξαι O. 8.10


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στεφανηφορία — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. στεφαναφορία και στεφανοφορία Α [στεφανηφόρος] 1. το να φορεί κανείς στεφάνι, ιδίως νίκης («τόνδε κῶμον και στεφανοφορίαν δέξαι», Πίνδ.) 2. (στην αρχαιότητα) α) εορτή ή θυσία κατά την οποία οι πολίτες φορούσαν στεφάνια β) το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”